τυμπανάριος

τυμπανάριος
τυμπᾰν-άριος, ,
A drummer, PLond.5.1722.7 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυμπανάριος — ὁ, Α τυμπανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”